ύψος

ύψος
τό
1) высота; вышина;

ύψος πυραμίδας (δρους) — высота пирамиды (горы);

ύψος πτήσης — высота полёта;

τα ορεινά ύψη горные высоты, вершины;

από το ύψος — с высоты;

στα ΰψη в вышине;

ύψους είκοσι μέτρων — высотой в двадцать метров;

2) рост (человека);

δεν ταιριάζει στο ύψ (μου) — не (подходит) по росту;

3) высота (тж. перен. ); уровень;

στο ύψος των ώμων (των οφθαλμών) — на уровне (на высоте) плеч (глаз);

από τού ύψους της καθηγητικής έδρας μου... — с высоты своей профессорской кафедры...;

είμαι ( — или στέκομαι, βρίσκομαι) στο ύψος της θέσεως — быть (оказаться) на высоте положения;

4) возвышенность (мыслей, чувств);

ηθικόν ύψος — высокий моральный уровень;

ύψος λόγου — величие слова;

5) вершина, верх, предел, зенит;

ύψος αμαθείας' (αναίδειας) — верх невежества (нахальства);

6) астр. высота;
7) муз. высота (звука);

ύψος της φωνής — высота тона;

8) (чаще рел ) небеса;

απ' τα ύψη — или εξ ύψους — с неба; — свыше;

αναμένει την εξ ύψους βοήθεια — он ждёт помощи от бога;

§ καταχτώ τα ΰψη овладевать высотами (искусства, науки и т. п.);

ή τού ύψου(ς) ή τού βάθου(ς) — либо пан, либо пропал


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "ύψος" в других словарях:

  • Ὕψος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕψος — height neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… …   Dictionary of Greek

  • ύψος — ο ου, ο γύψος (βλ. λ.). το ους 1. η κατακόρυφη απόσταση από τη βάση ως την κορυφή (όταν κοιτάζεται από κάτω), το ψήλος. 2. η νοητή κατακόρυφη γραμμή που ενώνει το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας με το νοητό οριζόντιο επίπεδο που περνά από την …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὕψει — ὕψος height neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὕψεϊ , ὕψος height neut dat sg (epic ionic) ὕψος height neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕψη — ὕψος height neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὕψος height neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕψω — Ὕψος masc nom/voc/acc dual Ὕψος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψοῖν — ὕψος height neut gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψέων — ὕψος height neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίων — ὕψος height neut gen pl (doric) ὑψίων loftier masc/fem nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψῶν — ὕψος height neut gen pl (attic epic doric) ὑψόω lift high pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὑψόω lift high pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὑψόω lift high pres part act masc nom sg ὑψόω lift high pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»